- έαρ
- (I)το (AM ἔαρ, Α και εἶαρ)1. η άνοιξη2. ομορφιάαρχ.1. καθετί που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῡ δήμου»)2. φρ. α) «ἔαρ θ' ὁρόωσα» — με το γλυκό χαρούμενό της βλέμμαβ) «γενύων... ἔαρ» — το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο τών εφήβωνγ) «ὕμνων ἔαρ» — οι ωραιότεροι ύμνοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < Fέαρ < Fέσαρ που ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα *wes-r- «άνοιξη» (πρβλ. λιθ. vasarā «καλοκαίρι») τής οποίας ο παράλληλος τ. *wes-ņ- απαντά στο αρχ. σλαβ. vesna «άνοιξη». Την ύπαρξη -F- στον τ. έαρ επιβεβαιώνει η γλώσσα τού Ησυχίου «γέαρέαρ» αλλά και η προσωδία στον Όμηρο. Τέλος το λατ. vēr «άνοιξη» ανάγεται σε μακρόφωνη ρίζα *wēs-r- (πρβλ. αρχ. ισλανδικό vār)].————————(II)ἔαρ και εἶαρ, το (Α)1. αίμα2. χυμός.
Dictionary of Greek. 2013.